πρυλεύσεις

πρυλεύσεις
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ. του τ. πρυλέες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”